ευνώ — εὐνῶ, άω (Α) [εὐνή] (ποιητ. ρ., διάφ. τ. τού ευνάζω) 1. τοποθετώ κάποιον σε κάποιο μέρος για ενέδρα 2. αποκοιμίζω, καταβαυκαλίζω («εὐνήσασα φρουρόν ὄφιν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μτφ. καταπραΰνω («τῆς δ εὔνησε γόον», Ομ. Οδ.) 4. μέσ. εὐνῶμαι α) ξαπλώνω,… … Dictionary of Greek
εὔνω — εὔνους well disposed masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔνῳ — εὔνους well disposed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διευνώ — διευνῶ ( άω) (Α) [ευνώ] 1. βάζω κάποιον να πλαγιάσει 2. (αμτβ.) πεθαίνοντας ησυχάζω … Dictionary of Greek
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
ευνήτης — εὐνήτης, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτας, θηλ. εὐνήτρια (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek
ευνήτωρ — εὐνήτωρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek
ευνατήριον — εὐνατήριον και εὐναστήριον, τὸ (Α) [ευνώ] 1. ο τόπος όπου κατακλίνεται κάποιος για να κοιμηθεί, ο κοιτώνας 2. ο γαμήλιος θάλαμος («μένει δ ἐν οἴκοις ὑγιές εὐνατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ευνητήρ — εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) [ευνώ] 1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.) 2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.) β) «χιτὼν εὐνητήρ» νυχτερινό πουκάμισο … Dictionary of Greek
εύνημα — εὔνημα, τὸ (Α) [ευνώ] γάμος, συζυγία, συγκοίμηση … Dictionary of Greek